ItalianoGreco


códa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkoda]

η ουρά


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


coda [θηλ.] di cavallo = η αλογοουρά || con la coda tra le gambe = με την ούρα στα σκέλια || mettersi in coda = κάθομαι στην ουρά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---