Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


clarinétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [klariˈnetto]

κλαρινέτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  clarinettista clarinista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

clandestino (ουσ αρσ )
clandestino (επίθ.)
clangore (ουσ αρσ )
claque (θηλ.ουσ)
clarinettista (ουσ αρσ και θηλ.)
clarinetto (ουσ αρσ )
clarinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
clarino (ουσ αρσ )
classare (ρ. μτβ.)
classazione (θηλ.ουσ)
classe (θηλ.ουσ)
classicheggiare (ρ.αμτβ.)
classicismo (ουσ αρσ )
classicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
classicistico (επίθ.)
classicità (θηλ.ουσ)
classicizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
classico (αρσ. επίθ και ουσ)
classifica (θηλ.ουσ)
classificabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---