Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


clan  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈklan]

1 σόι
2 κλίκα
3 φυλή
4 οικογένεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  clamoroso clandestinità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cladofillo (ουσ αρσ )
clamidato (επίθ.)
clamide (θηλ. επίθ και ουσ)
clamore (ουσ αρσ )
clamoroso (επίθ.)
clan (ουσ αρσ )
clandestinità (θηλ.ουσ)
clandestino (ουσ αρσ )
clandestino (επίθ.)
clangore (ουσ αρσ )
claque (θηλ.ουσ)
clarinettista (ουσ αρσ και θηλ.)
clarinetto (ουσ αρσ )
clarinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
clarino (ουσ αρσ )
classare (ρ. μτβ.)
classazione (θηλ.ουσ)
classe (θηλ.ουσ)
classicheggiare (ρ.αμτβ.)
classicismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---