Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


clamóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [klaˈmore]

1 κατακραυγή
2 κραυγή
3 οχλοβοή
4 φασαρία
5 κρότος
6 θόρυβος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  clamide clamoroso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

clacchista (ουσ αρσ και θηλ.)
clacson (ουσ αρσ )
cladofillo (ουσ αρσ )
clamidato (επίθ.)
clamide (θηλ. επίθ και ουσ)
clamore (ουσ αρσ )
clamoroso (επίθ.)
clan (ουσ αρσ )
clandestinità (θηλ.ουσ)
clandestino (ουσ αρσ )
clandestino (επίθ.)
clangore (ουσ αρσ )
claque (θηλ.ουσ)
clarinettista (ουσ αρσ και θηλ.)
clarinetto (ουσ αρσ )
clarinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
clarino (ουσ αρσ )
classare (ρ. μτβ.)
classazione (θηλ.ουσ)
classe (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---