Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ciùccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧutʧo]

η πιπίλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ciucciare ciucco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cittadino (ουσ αρσ )
cittadino (επίθ.)
ciucaggine (θηλ.ουσ)
ciucca (θηλ.ουσ)
ciucciare (ρ. μτβ.)
ciuccio (ουσ αρσ )
ciucco (επίθ.)
ciuco (αρσ. επίθ και ουσ)
ciuffo (ουσ αρσ )
ciuffolotto (ουσ αρσ )
ciurma (θηλ.ουσ)
ciurmaglia (θηλ.ουσ)
ciurmare (ρ. μτβ.)
ciurmatore (ουσ αρσ )
ciurmeria (θηλ.ουσ)
civetta (θηλ.ουσ)
civettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
civetteria (θηλ.ουσ)
civettone (ουσ αρσ )
civettuolo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---