Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


civétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈvetta]

η κουκουβάγια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ciurmeria civettare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fa la civetta = κουνά την ούρα της || fare la civetta = κουνώ την ουρά μου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciurma (θηλ.ουσ)
ciurmaglia (θηλ.ουσ)
ciurmare (ρ. μτβ.)
ciurmatore (ουσ αρσ )
ciurmeria (θηλ.ουσ)
civetta (θηλ.ουσ)
civettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
civetteria (θηλ.ουσ)
civettone (ουσ αρσ )
civettuolo (επίθ.)
civico (αρσ. επίθ και ουσ)
civile (ουσ αρσ )
civile (επίθ.)
civilista (ουσ αρσ και θηλ.)
civilistico (επίθ.)
civilizzare (ρ. μτβ.)
civilizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
civilizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
civilizzazione (θηλ.ουσ)
civilmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---