ItalianoGreco


civìle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈvile]

ο πολίτης, η πολίτισσα

civìle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈvile]

πολιτισμένος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


guerra [θηλ.] civile = ο εμφύλιος πόλεμος || matrimonio [αρσ.] civile = ο πολιτικός γάμος || servizio [αρσ.] civile = η πολιτική υπηρεσία



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---