Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cittadìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧittaˈdino]

1 (di stato) ο πολίτης, η πολίτισσα
2 (di comune) ο δημότης, η δημότισσα
3 (suddito) ο υπήκοος

cittadìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧittaˈdino]

1 αστικοποιημένος
2 αστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cittadinesco ciucaggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

città (θηλ.ουσ)
cittadella (θηλ.ουσ)
cittadina (θηλ.ουσ)
cittadinanza (θηλ.ουσ)
cittadinesco (επίθ.)
cittadino (ουσ αρσ )
cittadino (επίθ.)
ciucaggine (θηλ.ουσ)
ciucca (θηλ.ουσ)
ciucciare (ρ. μτβ.)
ciuccio (ουσ αρσ )
ciucco (επίθ.)
ciuco (αρσ. επίθ και ουσ)
ciuffo (ουσ αρσ )
ciuffolotto (ουσ αρσ )
ciurma (θηλ.ουσ)
ciurmaglia (θηλ.ουσ)
ciurmare (ρ. μτβ.)
ciurmatore (ουσ αρσ )
ciurmeria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---