Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cirròsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧirˈrɔzi]

κίρρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cirrocumulo cirrostrato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cirillico (αρσ. επίθ και ουσ)
cirriforme (επίθ.)
cirripedi (ουσ αρσ πληθ.)
cirro (ουσ αρσ )
cirrocumulo (ουσ αρσ )
cirrosi (θηλ.ουσ)
cirrostrato (ουσ αρσ )
cirrotico (αρσ. επίθ και ουσ)
cislunare (επίθ.)
cismontano (επίθ.)
cispa (θηλ.ουσ)
cisposità (θηλ.ουσ)
cisposo (επίθ.)
cista (θηλ.ουσ)
ciste (θηλ.ουσ)
cistectomia (θηλ.ουσ)
cisterna (θηλ.ουσ)
cisternista (ουσ αρσ και θηλ.)
cisti (θηλ.ουσ)
cisticerco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---