Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cispóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧisˈposo], [ʧisˈpozo]

1 θαμπωμένος από κούραση ή ύπνο
2 βουρκωμένος
3 θολωμένος από νερό ή δάκρυα
4 τσιμπλιάρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cisposità cista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cirrotico (αρσ. επίθ και ουσ)
cislunare (επίθ.)
cismontano (επίθ.)
cispa (θηλ.ουσ)
cisposità (θηλ.ουσ)
cisposo (επίθ.)
cista (θηλ.ουσ)
ciste (θηλ.ουσ)
cistectomia (θηλ.ουσ)
cisterna (θηλ.ουσ)
cisternista (ουσ αρσ και θηλ.)
cisti (θηλ.ουσ)
cisticerco (ουσ αρσ )
cisticercosi (θηλ.ουσ)
cistico (επίθ.)
cistifellea (θηλ.ουσ)
cistite (θηλ.ουσ)
cisto (ουσ αρσ )
cistografia (θηλ.ουσ)
cistopielite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---