Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cisposità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧisposiˈta]

δημιουργία τσίμπλας ή η ιδιότητα τσιμπλιασμένου ματιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cispa cisposo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cirrostrato (ουσ αρσ )
cirrotico (αρσ. επίθ και ουσ)
cislunare (επίθ.)
cismontano (επίθ.)
cispa (θηλ.ουσ)
cisposità (θηλ.ουσ)
cisposo (επίθ.)
cista (θηλ.ουσ)
ciste (θηλ.ουσ)
cistectomia (θηλ.ουσ)
cisterna (θηλ.ουσ)
cisternista (ουσ αρσ και θηλ.)
cisti (θηλ.ουσ)
cisticerco (ουσ αρσ )
cisticercosi (θηλ.ουσ)
cistico (επίθ.)
cistifellea (θηλ.ουσ)
cistite (θηλ.ουσ)
cisto (ουσ αρσ )
cistografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---