Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cinocèfalo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,ʧinoˈʧɛfalo]

κυνοκέφαλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cinnamomo cinodromo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cinguettio (ουσ αρσ )
cinico (αρσ. επίθ και ουσ)
ciniglia (θηλ.ουσ)
cinismo (ουσ αρσ )
cinnamomo (ουσ αρσ )
cinocefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
cinodromo (ουσ αρσ )
cinofilia (θηλ.ουσ)
cinofilo (ουσ αρσ )
cinofilo (επίθ.)
cinquanta ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
cinquantamila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
cinquantenario (ουσ αρσ )
cinquantenario (επίθ.)
cinquantenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cinquantennio (ουσ αρσ )
cinquantesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
cinquantina (θηλ.ουσ)
cinque ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
cinquecentesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---