Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcinòfilo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈnɔfilo] άνθρωπος που αγαπά τα σκυλιά cinòfilo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈnɔfilo] που αγαπά τα σκυλιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |