Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cinguettìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧingwetˈtio]

1 κελάηδισμα
2 κελαηδισμός
3 φλυαρία
4 τερέτισμα
5 τιτίβισμα
6 κελάηδημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cinguettare cinico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cinghiata (θηλ.ουσ)
cingolato (επίθ.)
cingoletta (θηλ.ουσ)
cingolo (ουσ αρσ )
cinguettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cinguettio (ουσ αρσ )
cinico (αρσ. επίθ και ουσ)
ciniglia (θηλ.ουσ)
cinismo (ουσ αρσ )
cinnamomo (ουσ αρσ )
cinocefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
cinodromo (ουσ αρσ )
cinofilia (θηλ.ουσ)
cinofilo (ουσ αρσ )
cinofilo (επίθ.)
cinquanta ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
cinquantamila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
cinquantenario (ουσ αρσ )
cinquantenario (επίθ.)
cinquantenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---