Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cinesiterapìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧi,nɛziteraˈpia]

κινησιοθεραπεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cinesiologia cinesiterapista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cinese (ουσ αρσ και θηλ.)
cinese (επίθ.)
cineseria (θηλ.ουσ)
cinesica (θηλ.ουσ)
cinesiologia (θηλ.ουσ)
cinesiterapia (θηλ.ουσ)
cinesiterapista (ουσ αρσ και θηλ.)
cineteca (θηλ.ουσ)
cinetica (θηλ.ουσ)
cinetico (επίθ.)
cingallegra (θηλ.ουσ)
cingere (ρ. μτβ.)
cinghia (θηλ.ουσ)
cinghiale (ουσ αρσ )
cinghiata (θηλ.ουσ)
cingolato (επίθ.)
cingoletta (θηλ.ουσ)
cingolo (ουσ αρσ )
cinguettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cinguettio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---