Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cinése  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈnese], [ʧiˈneze]

1 ο Κινέζος, η Κινέζα
2 (lingua) τα κινέζικα

cinése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈnese], [ʧiˈneze]

κινέζικος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cineromanzo cineseria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cinerama (ουσ αρσ )
cineraria (θηλ.ουσ)
cinerario (αρσ. επίθ και ουσ)
cinereo (επίθ.)
cineromanzo (ουσ αρσ )
cinese (ουσ αρσ και θηλ.)
cinese (επίθ.)
cineseria (θηλ.ουσ)
cinesica (θηλ.ουσ)
cinesiologia (θηλ.ουσ)
cinesiterapia (θηλ.ουσ)
cinesiterapista (ουσ αρσ και θηλ.)
cineteca (θηλ.ουσ)
cinetica (θηλ.ουσ)
cinetico (επίθ.)
cingallegra (θηλ.ουσ)
cingere (ρ. μτβ.)
cinghia (θηλ.ουσ)
cinghiale (ουσ αρσ )
cinghiata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---