Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcapoguàrdia
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,kapoˈgwardja] αρχιφύλακας (σε φυλακές) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |