Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capogìro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kapoˈʤiro]

η ζαλάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capogatto capogruppo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


avere un capogiro = ζαλίζομαι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capofamiglia (ουσ αρσ και θηλ.)
capofficina (ουσ αρσ και θηλ.)
capofila (ουσ αρσ και θηλ.)
capofosso (ουσ αρσ )
capogatto (ουσ αρσ )
capogiro (ουσ αρσ )
capogruppo (ουσ αρσ και θηλ.)
capoguardia (ουσ αρσ και θηλ.)
capolavoro (ουσ αρσ )
capolinea (ουσ αρσ και θηλ.)
capolista (ουσ αρσ και θηλ.)
capoluogo (ουσ αρσ )
capomacchinista (ουσ αρσ και θηλ.)
capomastro (ουσ αρσ )
capomissione (ουσ αρσ και θηλ.)
capomovimento (ουσ αρσ και θηλ.)
capomusica (ουσ αρσ και θηλ.)
caponaggine (θηλ.ουσ)
caponare (ρ. μτβ.)
capone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---