Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capodòpera  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kapoˈdɔpera]

αριστοτέχνημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capodoglio capofabbrica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capocuoco (ουσ αρσ )
capodanno (ουσ αρσ )
capodipartimento (ουσ αρσ )
capodivisione (ουσ αρσ )
capodoglio (ουσ αρσ )
capodopera (ουσ αρσ )
capofabbrica (ουσ αρσ και θηλ.)
capofabbricato (ουσ αρσ )
capofamiglia (ουσ αρσ και θηλ.)
capofficina (ουσ αρσ και θηλ.)
capofila (ουσ αρσ και θηλ.)
capofosso (ουσ αρσ )
capogatto (ουσ αρσ )
capogiro (ουσ αρσ )
capogruppo (ουσ αρσ και θηλ.)
capoguardia (ουσ αρσ και θηλ.)
capolavoro (ουσ αρσ )
capolinea (ουσ αρσ και θηλ.)
capolista (ουσ αρσ και θηλ.)
capoluogo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---