Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aòrta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aˈɔrta]

αορτή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aoristo apache  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anziché (σύνδ.)
anzidetto (επίθ.)
anzitempo (επίρ.)
anzitutto (επίρ.)
aoristo (ουσ αρσ )
aorta (θηλ.ουσ)
apache (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
apartheid (ουσ αρσ )
apartiticità (θηλ.ουσ)
apartitico (επίθ.)
apatia (θηλ.ουσ)
apatico (αρσ. επίθ και ουσ)
ape (θηλ.ουσ)
aperiodico (επίθ.)
aperitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
apertamente (επίρ.)
aperto (ουσ αρσ )
aperto (επίθ.)
aperto (επίρ.)
apertura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---