Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanziàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [anˈtsjano] 1 γέρος 2 ηλικιωμένος άνθρωπος anziàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [anˈtsjano] ηλικιωμένος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |