Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanurèsi, anùresi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [anuˈrɛzi], [aˈnurezi] αδυναμία ούρησης (χρησιμοποίησε καλύτερα το anuria) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |