Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anurèsi, anùresi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [anuˈrɛzi], [aˈnurezi]

αδυναμία ούρησης (χρησιμοποίησε καλύτερα το anuria)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anulare anuri  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antropometrico (επίθ.)
antropomorfico (επίθ.)
antropomorfismo (ουσ αρσ )
antropomorfo (αρσ. επίθ και ουσ)
anulare (αρσ. επίθ και ουσ)
anuresi (θηλ.ουσ)
anuri (ουσ αρσ πληθ.)
anuria (θηλ.ουσ)
anzi (επίρ.)
anzianità (θηλ.ουσ)
anziano (ουσ αρσ )
anziano (επίθ.)
anziché (σύνδ.)
anzidetto (επίθ.)
anzitempo (επίρ.)
anzitutto (επίρ.)
aoristo (ουσ αρσ )
aorta (θηλ.ουσ)
apache (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
apartheid (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---