Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόalcòlico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [alˈkɔliko] 1 αλκοόλ 2 αλκοολικός 3 αλκοολούχο ποτό permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbevanda [θηλ.] alcolica = το αλκοολούχο ποτό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |