Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εστιάζομαι [ρ. παθ.] εσώκλειστος [επίθ.]
εστιάζω {εστίασ-α,... εσωκλείστως [επίρ.]
εστιακός [επίθ.] εσωκλείω αόρ. εσώκλ...
εστίαση {-ης κ. -ά... εσωκομματικός [επίθ.]
εστιασμένος [επίθ.] εσώρουχα [ουσ ουδ πληθ.]
εστιάτορας {(θηλ. εστ... εσωστρέφεια {χωρ. πληθ...
εστιατόριο {εστιατορί... εσωστρεφής [επίθ.]
εστιόμετρο [ουσ ουδ.] εσώτατος [επίθ.]
έστω [επίρ.] εσωτερικά [επίρ.]
εστώ [ρ. απρ.] εσωτερικά [ουσ ουδ πληθ.]
εσύ {(ε)σένα |... εσωτερικεύομαι [ρ. παθ.]
εσφαλμένα [επίρ.] εσωτερίκευση [θηλ.ουσ]
εσφαλμένος [επίθ.] εσωτερικισμός [ουσ αρσ ]
εσχάρα [θηλ.ουσ] εσωτερικό [ουσ ουδ.]
εσχάρωση [θηλ.ουσ] Εσωτερικοποιώ [ρ. μτβ.]
εσχατόγηρος {εσχατογήρ... εσωτερικός [επίθ.]
εσχατολογία {χωρ. πληθ... εσωτερικότατος [επίθ.]
εσχατολογικός [επίθ.] εσωτερικότερος [επίθ.]
εσχατολόγος [ουσ αρσ ] εσωτερικότητα [θηλ.ουσ]
έσχατος θηλ. και ε... εσωτερικώτατος [επίθ.]
εσχάτως [επίρ.] εσωτερικώτερος [επίθ.]
έσω [επίρ.] εσωτερισμός [ουσ αρσ ]
εσώθερμος [επίθ.] εσώτερος [επίθ.]
εσωκλείνω {εσώκλεισ-... εσώψυχα [ουσ ουδ πληθ.]
εσωκλείομαι αόρ. εσώκλ... εσώψυχος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: