Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεσώρουχα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός indume`nto ~m~ i`ntimο γυναικεία εσώρούχα == biancheria intima femminile / per signora | ανδρικά εσώρούχα == biancheria intima da uomo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |