Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πάτριος [επίθ.] πατώ {πατ-είς κ...
πατριός [ουσ αρσ ] πάτωμα {πατώμ-ατο...
πατριωτάκι [ουσ ουδ.] πατωματζής {πατωματζή...
πατριώτης {πατριωτών... πατωσιά [θηλ.ουσ]
πατριωτικός [επίθ.] παύλα {παυλών}
πατριωτισμός [ουσ αρσ ] παύση {-ης κ. -ε...
πατριώτισσα {χωρ. γεν.... παυσίπονο [ουσ ουδ.]
πατρογονικός [επίθ.] παυσίπονος [επίθ.]
Πάτροκλος {-ου κ. -ό... παύω {έπαψα κ. ...
πατροκτονικός [επίθ.] παφ! [επιφ.]
πατροκτόνος [ουσ αρσ ] πάφιλας {χωρ. γεν....
πατρόνα {χωρ. γεν.... παφιλένιος [επίθ.]
πατρονάρω {πατρονάρι... παφλάζω {πάφλασα} ...
πατροπαράδοτος [επίθ.] πάφλασμα {παφλάσματ...
πατρότητα {χωρ. πληθ... παφλασμός [ουσ αρσ ]
πατρυιός [ουσ αρσ ] παχαίνω {πάχυνα} (...
πάτρωνας {πατρώνων} παχιά [επίρ.]
πατρωνία {πατρωνιών... πάχνη {χωρ. πληθ...
πατρωνυμικός [επίθ.] παχνί {παχν-ιού ...
πατρώνυμο {πατρωνύμ-... πάχος {πάχ-ους |...
πατρώος [επίθ.] παχουλός [επίθ.]
πατσαβούρα {χωρ. γεν.... παχυδερμία {χωρ. πληθ...
πατσάς {πατσάδες} παχυδερμικός [επίθ.]
πατσατζίδικο [ουσ ουδ.] παχύδερμο [ουσ ουδ.]
πατσίζω {πάτσισα} ... παχύδερμος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: