Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπάτωμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 pavimento 2 [όροφος] piano permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο βερνίκι γιά πατώματα = cera per pavimenti Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |