Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πατώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 calpestare
2 [κουμπί] premere
3 informatica cliccare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πατσίζω πάτωμα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πατώ επί πτωμάτων = non guardare in faccia nessuno


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---