Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
πάφιλας
ουσιαστικό αρσενικό
1
bronzo
2
oricalco
3
ottone
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< παφ!
παφιλένιος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
παύση
{-ης κ. -ε...
παυσίπονο
[ουσ ουδ.]
παυσίπονος
[επίθ.]
παύω
{έπαψα κ. ...
παφ!
[επιφ.]
πάφιλας
{χωρ. γεν....
παφιλένιος
[επίθ.]
παφλάζω
{πάφλασα} ...
πάφλασμα
{παφλάσματ...
παφλασμός
[ουσ αρσ ]
παχαίνω
{πάχυνα} (...
παχιά
[επίρ.]
πάχνη
{χωρ. πληθ...
παχνί
{παχν-ιού ...
πάχος
{πάχ-ους |...
παχουλός
[επίθ.]
παχυδερμία
{χωρ. πληθ...
παχυδερμικός
[επίθ.]
παχύδερμο
[ουσ ουδ.]
παχύδερμος
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis