Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

έφτατος [επίθ.] εχθρικώτατος [επίθ.]
εφτάχρονος [επίθ.] εχθρικώτερος [επίθ.]
εφταψήφιος [επίθ.] εχθροπάθεια [θηλ.ουσ]
εφτάψυχος [επίθ.] εχθροπραξία {εχθροπραξ...
εφτάωρος [επίθ.] εχθρός [ουσ αρσ ]
εφταώροφος [επίθ.] εχθρότητα {εχθροτήτω...
εφυαλώνομαι [ρ. παθ.] έχιδνα {εχιδνών}
εφύδρωση [θηλ.ουσ] εχιδναίος [επίθ.]
έφυτον [ουσ ουδ.] εχιδνοειδή [ουσ ουδ πληθ.]
εχέγγυο {εχεγγύ-ου... εχιδνοειδής [επίθ.]
εχέγγυος [επίθ.] έχιθρα [θηλ.ουσ]
έχει {είχα- αόρ... εχινοκοκκίαση {-ης κ. -ά...
εχεμύθεια {χωρ. πληθ... εχινόκοκκος [ουσ αρσ ]
εχέμυθος [επίθ.] εχίνος [ουσ αρσ ]
έχερο [ουσ ουδ.] εχρία [θηλ.ουσ]
εχεφροσύνη {χωρ. πληθ... εχρός [ουσ αρσ ]
εχέφρων {εχέφρ-ονο... εχτός [πρόθ.]
έχθιστος [επίθ.] εχτρέπω [ρ. μτβ.]
έχθρα [θηλ.ουσ] εχτρός [ουσ αρσ ]
εχθρά [θηλ.ουσ] έχω {είχα- αόρ...
εχθρεύομαι {μόνο σε ε... έχω {είχα- αόρ...
εχθρικά [επίρ.] εψές [επίρ.]
εχθρικός [επίθ.] έψιλον [ουσ ουδ.]
εχθρικότατος [επίθ.] εωθινός [ουσ αρσ ]
εχθρικότερος [επίθ.] έως [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: