Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εχθρός  
ουσιαστικό αρσενικό

nemi`co ((anche in senso figurato)) κάνω κάποιον εχθρό μου == farsi nemico qualcuno, inimicarsi qualcuno | άσπονδος εχθρός == nemico acerrimo / implacabile

εχρός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [εχθρός]

εχτρός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [εχθρός]

εχθρά
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [εχθρός ^-ού, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εχθροπραξία εχθρότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: