Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ωρίων [ουσ αρσ ] ώστε [επίρ.]
ωρολογάς [ουσ αρσ ] ωστόσο [σύνδ.]
ωρολογιακός [επίθ.] ωτακουστώ {ωτακουστε...
ωρολόγιο {ωρολογί-ο... ωταλγία {ωταλγιών}
ωρολογοποιείο [ουσ ουδ.] ωταλγικός [επίθ.]
ωρολογοποιία {χωρ. πληθ... ωτικός [επίθ.]
ωρολογοποιός [ουσ αρσ ] ωτίτιδα [θηλ.ουσ]
ωρολόι [ουσ ουδ.] ωτολογία {χωρ. πληθ...
ωροσκοπία {χωρ. πληθ... ωτολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
ωροσκοπικός [επίθ.] Ωτοπάθεια [θηλ.ουσ]
ωροσκόπιο {ωροσκοπί-... ωτοπλαστική [θηλ.ουσ]
ωρυγή [θηλ.ουσ] ωτορινολαρυγγολογία {χωρ. πληθ...
ωρύομαι {μόνο σε ε... ωτορινολαρυγγολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
ωρυόμενος [επίθ.] ωτορινολαρυγγολός [ουσ αρσ ]
ως [πρόθ.] ωτόρροια [θηλ.ουσ]
ως [σύνδ.] ωτοσκλήρυνση {-ης κ. -ύ...
ως [επίρ.] ωτοσκόπηση {-ης κ. -ή...
ωσάν [σύνδ.] ωτοσκόπιο {ωτοσκοπί-...
ωσαύτως [επίρ.] ωτό–στόπ, ωτοστόπ [ουσ ουδ.]
ωσεί [επίρ.] ωφέλεια {-ας κ. -ε...
ώση {-ης κ. -ε... ωφέλημα [ουσ ουδ.]
ώσμωση {-ης κ. -ώ... ωφελιμισμός {χωρ. πληθ...
ωσότου [σύνδ.] ωφελιμιστής {ωφελιμιστ...
ώσπου [σύνδ.] ωφελιμιστικός [επίθ.]
ώστε [σύνδ.] ωφελιμοκρατία [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: