Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ωφέλεια

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ωφέλεια
ουσιαστικό θηλυκό

1 vantaggio
2 [κέρδος] profitto, guadagno

permalink
‹ ωτό–στόπ, ωτοστόπ
ωφέλημα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ωτόρροια [θηλ.ουσ]
ωτοσκλήρυνση {-ης κ. -ύ...
ωτοσκόπηση {-ης κ. -ή...
ωτοσκόπιο {ωτοσκοπί-...
ωτό–στόπ, ωτοστόπ [ουσ ουδ.]
ωφέλεια {-ας κ. -ε...
ωφέλημα [ουσ ουδ.]
ωφελιμισμός {χωρ. πληθ...
ωφελιμιστής {ωφελιμιστ...
ωφελιμιστικός [επίθ.]
ωφελιμοκρατία [θηλ.ουσ]
ωφέλιμος [επίθ.]
ωφελιμότητα [θηλ.ουσ]
ωφελούμαι [ρ.]
ωφελώ {ωφελείς.....
ωχ! [επιφ.]
ώχρα {ωχρών}
ωχραίνω {ώχραν-α, ...
ωχρίνη [θηλ.ουσ]
ωχρινοειδής [επίθ.]


{{ID:WFELEIA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti