Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
Ωτοπάθεια
ουσιαστικό θηλυκό
otopatia
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ωτολόγος
ωτοπλαστική >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ωταλγικός
[επίθ.]
ωτικός
[επίθ.]
ωτίτιδα
[θηλ.ουσ]
ωτολογία
{χωρ. πληθ...
ωτολόγος
[ουσ αρσ και θηλ.]
Ωτοπάθεια
[θηλ.ουσ]
ωτοπλαστική
[θηλ.ουσ]
ωτορινολαρυγγολογία
{χωρ. πληθ...
ωτορινολαρυγγολόγος
[ουσ αρσ και θηλ.]
ωτορινολαρυγγολός
[ουσ αρσ ]
ωτόρροια
[θηλ.ουσ]
ωτοσκλήρυνση
{-ης κ. -ύ...
ωτοσκόπηση
{-ης κ. -ή...
ωτοσκόπιο
{ωτοσκοπί-...
ωτό–στόπ, ωτοστόπ
[ουσ ουδ.]
ωφέλεια
{-ας κ. -ε...
ωφέλημα
[ουσ ουδ.]
ωφελιμισμός
{χωρ. πληθ...
ωφελιμιστής
{ωφελιμιστ...
ωφελιμιστικός
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis