Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόωρολογιακός
επίθετο orologiero permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη ωρολογιακή βόμβα = bomba [θηλ.] ad orologeria Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |