Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

χόριο {χορί-ου |... χόρτασμα [ουσ ουδ.]
χοριοειδίτιδα [θηλ.ουσ] χορτασμένος [επίθ.]
χορογραφία {χορογραφι... χορταστικός [επίθ.]
χορογραφικός [επίθ.] χορτάτος [επίθ.]
χορογράφος [ουσ αρσ και θηλ.] χόρτο [ουσ ουδ.]
χορόδραμα {χοροδράμ-... χορτολίβαδο [ουσ ουδ.]
χοροεσπερίδα [θηλ.ουσ] χορτομηχανή [θηλ.ουσ]
χοροπήδημα [ουσ ουδ.] χορτοπιεστήριο [ουσ ουδ.]
χοροπηδητό [ουσ ουδ.] χορτόσουπα {δύσχρ. χο...
χοροπηδηχτός [επίθ.] χορτοφαγία [θηλ.ουσ]
χοροπηδώ {χοροπηδάς... χορτόφαγος [επίθ.]
χορός [ουσ αρσ ] χορτοφάγος [επίθ.]
χοροστασία [θηλ.ουσ] χορωδία {χορωδιών}
χοροστατώ {χοροστατε... χορωδιακός [επίθ.]
χοροστατών [επίθ.] χορωδός [ουσ αρσ και θηλ.]
χόρτα [ουσ ουδ πληθ.] χουβαρνταλίκι {χωρ. γεν....
χορτάζω [ρ.] χουβαρντάς {χουβαρντά...
χορταίνω {χόρτασ-α,... χουγιάζω {χούγιαξα}...
χορταποθήκη {χορταποθη... χουζούρεμα [ουσ ουδ.]
χορτάρι {χορταρ-ιο... χουζουρεύω {χουζούρε-...
χορταριάζω {χορτάριασ... χουζούρι [ουσ ουδ.]
χορταριασμένος [επίθ.] χουλιάρα {χουλιαρ-ι...
χορταρικά [ουσ ουδ πληθ.] χούλιγκαν {άκλ.}
χορταρικό [ουσ ουδ.] χουλιγκανισμός [ουσ αρσ ]
χόρταση [θηλ.ουσ] χουλιγκάνοι [ουσ αρσ πληθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: