Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χουζουρεύω
ρήμα αμετάβατο

1 ciondolare
2 gingillarsi
3 impigrirsi
4 oziare (vi)
5 ozieggiare (vi)
6 rimpigrire (vi)
7 rimpigrirsi (vrifl)
8 sonnecchiare (vi)
9 scaldare le panche
10 starsene a pancia all'aria

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χουζούρεμα χουζούρι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---