Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόχορός
ουσιαστικό αρσενικό 1 ballo 2 [χορωδία] coro permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο χορός μεταμφιεσμένων = ballo [αρσ.] in maschera Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |