Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

χονδροειδής {χονδροειδ... χοντρομπαλάς {χοντρομπα...
χονδροειδώς [επίρ.] χοντρομπαλού [θηλ.ουσ]
χονδροκέφαλος [επίθ.] χοντρόμυαλος [επίθ.]
χονδροκοπιά [ουσ ουδ πληθ.] χοντρόπετσος [επίθ.]
χονδρός [επίθ.] χοντρός {χοντρ-ότε...
χόνδρος [ουσ αρσ ] χόντρος [ουσ ουδ.]
χονδρώδης [επίθ.] χορδή [θηλ.ουσ]
χόνδρωμα [ουσ ουδ.] χορδόφωνο {χορδοφών-...
χοντρά [επίρ.] χορδωτά [ουσ ουδ πληθ.]
χοντράδα [θηλ.ουσ] χορεία {χορειών}
χοντραίνω {χόντρυνα}... χορευτής {χορευτριώ...
χοντράνθρωπος [ουσ αρσ ] χορευτική [θηλ.ουσ]
χοντρέμπορος [ουσ αρσ ] χορευτικός [επίθ.]
χοντρή [θηλ.ουσ] χορεύτρια {χορευτριώ...
χοντρικά [επίρ.] χορεύω {χόρεψα} (...
χοντρικός [επίθ.] χορεύων [επίθ.]
χοντρικώς [επίρ.] χορήγηση {-ης κ. -ή...
χοντροδέματος [επίθ.] χορηγήσιμος [επίθ.]
χοντροδουλειά [θηλ.ουσ] χορηγητής [ουσ αρσ ]
χοντροκαύκαλος [επίθ.] χορηγία {χορηγιών}
χοντροκεφαλιά [θηλ.ουσ] χορηγός [ουσ αρσ και θηλ.]
χοντροκέφαλος [επίθ.] χορηγώ {χορηγείς....
χοντρόκοκκος [επίθ.] χοριαμβικός [επίθ.]
χοντροκομμένος [επίθ.] χορίαμβος {χοριάμβ-ο...
χοντροκοπιά [θηλ.ουσ] χόριο {χορί-ου |...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: