Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χορεύω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

ballare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χορεύτρια χορεύων  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πάω να χορέψω = andare a ballare


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---