Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόχοντροκομμένος
επίθετο 1 greggio 2 grosso 3 grossolano 4 indelicato 5 ineducato 6 kitsch 7 rozzo 8 rude 9 villanesco 10 tagliato grosso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |