Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

χαλάκι {χωρ. γεν.... Χαλικάκι [ουσ ουδ.]
χαλαλίζομαι [ρ.] χαλίκι {χαλικ-ιού...
χαλαλίζω {χαλάλισα}... χαλίκια [ουσ ουδ πληθ.]
χαλαρά [επίρ.] χαλικοστρώνω {χαλικόστρ...
χαλαρός [επίθ.] χαλικόστρωση {-ης κ. -ώ...
χαλαρότητα [θηλ.ουσ] χαλικώδης {χαλικώδ-ο...
χαλάρωμα [ουσ ουδ.] χαλικώνω (χαλίκ-ωσα...
χαλαρωμένος [επίθ.] χαλίκωση {-ης κ. -ώ...
χαλαρώνομαι [ρ.] χαλιναγωγημένος [επίθ.]
χαλαρώνω {χαλάρω-σα... χαλιναγώγηση {-ης κ. -ή...
χαλάρωση {-ης κ. -ώ... χαλιναγωγούμαι [ρ.]
χαλαρωτικός [επίθ.] χαλιναγωγώ {χαλιναγωγ...
χάλασμα {χαλάσμ-ατ... χαλινάρι {χαλιναρ-ι...
χαλάσματα [ουσ ουδ πληθ.] χαλινάρια [ουσ ουδ πληθ.]
χαλασμένος [επίθ.] χαλινός [ουσ αρσ ]
χαλασμός {χωρ. πληθ... χαλινώνω {χαλίνω-σα...
χαλαστής [ουσ αρσ ] χαλιφάτο [ουσ ουδ.]
χαλάω [ρ. μτβ. και αμετβ.] χαλίφης {χαλιφών}
χαλβάς {χαλβάδες}... χαλκέντερος [επίθ.]
χαλδαίος [αρσ. επίθ και ουσ] χάλκευμα {χαλκεύμ-α...
χαλεπός [επίθ.] χαλκευμένος [επίθ.]
χάλι {χωρ. γεν.... χαλκεύς {χαλκ-έως ...
χαλί {χαλ-ιού |... χάλκευση {-ης κ. -ε...
χάλια [ουσ ουδ πληθ.] χαλκευτής [ουσ αρσ ]
χαλιέμαι [ρ.] χαλκεύω {χάλκ-ευσα...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: