Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χαλκευτής
ουσιαστικό αρσενικό

1 congiurato
2 congiurato
3 cospiratore
4 escogitatore
5 ideatore
6 imbroglione
7 intrallazzatore
8 macchinatore
9 manipolatore
10 orditore
11 tessitore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χάλκευση χαλκεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---