Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χαλινάρι
ουσιαστικό ουδέτερο

1 [αλόγου] briglia
2 [συγκράτηση] freno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χαλιναγωγώ χαλινάρια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---