Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›χαλαρώνω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

χαλαρώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 [ηρεμώ] rilassare
2 [σχοινί] allentare
3 [ενδιαφέρον] diminuire
4 [senso figurato] attenuare

permalink
‹ χαλαρώνομαι
χαλάρωση ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

χαλαρός [επίθ.]
χαλαρότητα [θηλ.ουσ]
χαλάρωμα [ουσ ουδ.]
χαλαρωμένος [επίθ.]
χαλαρώνομαι [ρ.]
χαλαρώνω {χαλάρω-σα...
χαλάρωση {-ης κ. -ώ...
χαλαρωτικός [επίθ.]
χάλασμα {χαλάσμ-ατ...
χαλάσματα [ουσ ουδ πληθ.]
χαλασμένος [επίθ.]
χαλασμός {χωρ. πληθ...
χαλαστής [ουσ αρσ ]
χαλάω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
χαλβάς {χαλβάδες}...
χαλδαίος [αρσ. επίθ και ουσ]
χαλεπός [επίθ.]
χάλι {χωρ. γεν....
χαλί {χαλ-ιού |...
χάλια [ουσ ουδ πληθ.]


{{ID:CALARWNW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti