Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

φωτομετρικός [επίθ.] χαζοκουβέντα {χωρ. γεν....
φωτοφανής [επίθ.] χαζοκουβέντες [θηλ. ουσ πληθ.]
φωτοφιλία [θηλ.ουσ] χαζολογάω [ρ.αμτβ.]
φωτοφοβία {χωρ. πληθ... χαζολόγημα [ουσ ουδ.]
φωτοφόρηση [θηλ.ουσ] χαζολογώ {χαζολογάς...
φωτοφράχτης [ουσ αρσ ] χαζολογώντας [επίρ.]
φωτοχαρακτική {χωρ. πληθ... χαζομάρα {χωρ. γεν....
φωτοχημεία [θηλ.ουσ] χαζομάρες [θηλ. ουσ πληθ.]
φωτοχημικός [επίθ.] χαζοπούλι {χαζοπουλι...
φωτοχρωμία [θηλ.ουσ] χαζός [επίθ.]
φωτοχυσία {χωρ. πληθ... χαζούλιακας ο (χωρίς γ...
χάβαρο [ουσ ουδ.] χαζοχαρούμενος [επίθ.]
χαβιάρι {χαβιαριού... χαϊβάνι {χαϊβαν-ιο...
χάβρα {χωρ. γεν.... χάιδεμα [ουσ ουδ.]
χάδεμα [ουσ ουδ.] χαϊδεμένος [επίθ.]
χάδι {χαδ-ιού |... χαϊδεμένος [ουσ αρσ ]
χαδιάρα [επίθ.] χαϊδεύομαι [ρ. παθ.]
χαδιάρης {χαδιάρηδε... χαϊδευτικά [επίρ.]
χαδούσα [θηλ.ουσ] χαϊδευτικός [επίθ.]
χαζά [επίρ.] χαϊδεύω {χάιδ-εψα,...
χάζεμα [ουσ ουδ.] χαϊδολογώ [θηλ.ουσ]
χαζεύω {χάζεψα} (... χαίνω (μόνο στο ...
χάζι {χωρ. γεν.... χαίνων [επίθ.]
χαζοβιόλης {χαζοβιόλη... χαιρεκακία [θηλ.ουσ]
χαζογελώ {χαζογελάς... χαιρέκακος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: