Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χαζεύω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 [χασομερώ] distrarsi
2 [ξεκουτιαίνω] rimbambire
3 [σαστίζω] restare sbigottito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χάζεμα χάζι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---