Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χαϊδεμένος
επίθετο

coccolato

χαϊδεμένος
ουσιαστικό αρσενικό

1 beniamino
2 caldeggiato
3 favorito
4 prediletto
5 preferito
6 preferito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χάιδεμα χαϊδεύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---