Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

φυγοδικία [θηλ.ουσ] φυλάκιση {-ης κ. -ί...
φυγόδικος {φυγοδίκ-ο... φυλακισμένος [επίθ.]
φυγοδικώ [-είς, -εί... φυλακτό [ουσ ουδ.]
φυγοδικών [επίθ.] φυλακώνω {φυλάκω-σα...
φυγοκέντρηση [θηλ.ουσ] φύλαξη {-ης κ. -ά...
φυγοκεντρικός [επίθ.] φύλαρχος {φυλάρχ-ου...
φυγόκεντρος [επίθ.] φυλάσσω {κ. -άς......
φυγοκεντρώ [ρ.] φυλαχτό [ουσ ουδ.]
φυγομαχώ [-είς, -εί... φυλάω (φύλ-αξα, ...
φυγοπόλεμος [επίθ.] φυλετικός [επίθ.]
φυγοπονία [θηλ.ουσ] φυλετισμός [ουσ αρσ ]
φυγόπονος [επίθ.] φυλή [θηλ.ουσ]
φυγοπονώ {φυγοπονεί... φύλλα [θηλ.ουσ]
φυγόστρατος [επίθ.] φυλλάδα [θηλ.ουσ]
φυγόφωτος [επίθ.] φυλλάδιο {φυλλαδί-ο...
φύκι {φυκ-ιού |... φυλλάριο [ουσ ουδ.]
φύκος {φύκ-ους |... φύλλο [ουσ ουδ.]
φύλαγμα {φυλάγματο... φυλλοβολή [θηλ.ουσ]
φυλαγμένος [επίθ.] φυλλοβόλημα [ουσ ουδ.]
φυλάγομαι [ρ. παθ.] φυλλοβολία [θηλ.ουσ]
φυλάγω (φύλ-αξα, ... φυλλοβόλος [επίθ.]
φύλακας {φυλάκων} φυλλοβολώ [-είς, -εί...
φυλακή [θηλ.ουσ] φυλλόβρυο [ουσ ουδ.]
φυλακίζω {φυλάκισ-α... φυλλογένεση [θηλ.ουσ]
φυλάκιο {φυλακί-ου... φυλλοειδής {φυλλοειδ-...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: