Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόφύλακας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό custode (m), guardiano permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο σκύλος-φύλακας = cane [αρσ.] da guardia || ο φύλακας περιουσίας = guardia [θηλ.] giurata Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |